Άρχισε να σουρουπώνει έξω και ο ουρανός ξεπρόβαλε μπροστά μου με τα ζεστά χρώματα του. Περπατούσα στον διάδρομο του αεροδρομίου, μέχρι που βρήκα μια θέση και έκατσα ακριβώς απέναντι από ένα κορίτσι.
Ήταν ένα παράξενο κορίτσι, χλωμό, με κατάμαυρα μαλλιά. Τα μάτια της ήταν υγρά, κοκκινισμένα και κοιτούσαν καρφωμένα το έδαφος. Όλα πάνω της φώναζαν απόγνωση και από το λευκό της δέρμα καταλάβαινε κανείς πως είχε ξεχάσει να ζει.
Την ρώτησα πως την λένε και μου είπε Κατάθλιψη. Τι περίεργο όνομα λέω, πως γίνεται να σε λένε έτσι; Γίνεσαι έτσι, μου είπε. Ξεκινάς με το όνομα που σου έδωσαν, με τα θέλω που σου επέβαλλαν και αφού δεν μπορείς να τα υποστηρίξεις, αλλάζεις και λέγεσαι Κατάθλιψη πλέον. Δεν μπορείς πια να υποστηρίξεις αυτά που οι άλλοι προσδοκούσαν από εσένα. Δεν ακολούθησες τα πρέπει τους άρα δεν σου ανήκει το όνομα σου πια.
Αρχίζεις και παίρνεις εκείνη τη μορφή, που ξαγρυπνά το βράδυ και ουρλιάζει μέσα στην εκκωφαντική ησυχία της νύχτας. Γίνεσαι ένα με το χλωμό πρόσωπο ενός αρρώστου. Είσαι άρρωστος και δεν το καταλαβαίνεις, δεν ζητάς βοήθεια. Δεν ξέρεις πως βγαίνουν από αυτόν τον λαβύρινθο. Μένεις εκεί μέσα στα τείχη να πολεμάς εσένα με εσένα. Αναρωτιέσαι πως γίνεται να υπάρχει αυτή η μάχη με σένα τον ίδιο. Δεν σου είπε κανείς πως αυτή η μάχη είναι η χειρότερη όλων. Γίνεσαι εχθρός με τον ίδιο σου τον εαυτό, χωρίς κανόνες και χωρίς διαιτητή. Είσαι μόνος και η σκιά σου ακόμα είναι απειλή.
Η μορφή αυτή αρχίζει να περιπλανάται έρημη και σκοτεινή, όπως τα σύννεφα πριν την καταιγίδα. Πονάς αλλά δεν το δέχεσαι, δεν το αφήνεις να ξεσπάσει, δεν το λες και κρύβεσαι απ όλους και κυρίως από τον ίδιο σου τον εαυτό. Έτσι νιώθεις ότι προστατεύεσαι αλλά, δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι λιώνεις σαν κερί και η ψυχή, σου ξοδεύεται χωρίς νόημα. Προσπάθησε να κάνεις αυτόν τον βίαιο εγωισμό στην άκρη και ζήτησε βοήθεια. Κοιτάξου καλά στον καθρέφτη, φώναξε σε αυτή τη μορφή με όλη σου την δύναμη να φύγει. Δεν ανήκει στο πρόσωπο σου, ούτε στην ψυχή σου.
Ήρθε, πες της τι θέλει, δώσε της τι έχει ανάγκη και πες της να φύγει, έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις εκεί έξω. Ξέρω πόσο πόνεσες, ξέρω τα αγκάθια που είχε η καρδιά σου, ξέρω ότι τα πόδια σου τρέμουν τώρα που πας να σηκωθείς. Όμως θυμήσου σε παρακαλώ, πως μετά την καταιγίδα βγαίνει ο ήλιος και το ουράνιο τόξο. Το θυμάσαι το ουράνιο τόξο; Που με τόση λαχτάρα περιμέναμε τότε που ήμασταν μικρά παιδιά. Συμβόλιζε την ελπίδα, τη χαρά, το γέλιο που ζωγραφιζόταν στα πρόσωπα μας.
Τώρα σε λένε γαλήνη. Το δύσκολο κομμάτι είναι η μετάβαση. Μετά κοιτάς πίσω και βλέπεις ήρεμα νερά, να έχουν κάτσει και μόνο τις μικρές μαύρες πέτρες της καρδιάς σου πετάς εκεί πια. Για να σου θυμίζουν αυτό που πέρασες και το πόσο δυνατός βγήκες. Ηρέμησε, πάει πέρασε, ξημέρωσε έξω ο ήλιος χαϊδεύει το πρόσωπό σου τώρα.
Η τάση να αποφεύγουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας και τη συμφυή με αυτά συναισθηματική φόρτιση πόνου, είναι η πρωταρχική βάση όλων των ψυχικών παθήσεων (Scott Peck).
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου