Κάθε πρωί έβλεπα εκείνο το ηλικιωμένο ζευγάρι. Περπατούσαν τόσο αργά που μου φαινόταν πολύ περίεργο. Όμως είχα την δυνατότητα να τους παρατηρώ και αυτό που άρχισα να βλέπω μετά από καιρό ήταν ένα παραμύθι.
Δεν είναι υπερβολή, το έβλεπα. Ένα παραμύθι που μιλούσε για αγάπη, μια βαθιά, απεριόριστη χωρίς όρους αγάπη.
Όταν πλησίασα το επόμενο πρωί είδα εκείνα τα υγρά λαμπερά μάτια, γεμάτα από ρυτίδες και ένα πρόσωπο με ότι λάμψη είχε απομείνει από εκείνη την δυνατή φλόγα. Πόσο παράξενο είπα...τα χαρακτηριστικά τους με μπέρδευαν από που βγαίνει αυτή η σπίθα? Ποια ενέργεια τους ακολουθεί και τους προστατεύει? Μετά από λίγο κατάλαβα όταν μίλησαν ο ένας για τον άλλον.
Οι λέξεις που άκουγαν τα αφτιά μου χοροπηδούσαν σαν τρελές. Είναι δυνατόν σκέφτηκα να αγαπάει κάποιος τόσο πολύ που να σταματάει ο χρόνος κοιτώντας τα μάτια του? Ναι λοιπόν είναι. Η καρδιά δεν κοιτάει τις ρυτίδες, δεν νιώθει την ώρα που περνάει, δεν ραγίζει όταν την χτυπούν, δεν φεύγει όταν της φωνάζουν. Πονάει ναι, αλλά μένει και το σπασμένο σχοινί το κάνει κόμπους πιο σφιχτούς κάθε φορά. Δίνεις αναπνοή να ζήσει ένα λεπτό παραπάνω ο άλλος και δεν σταματάς. Γίνεσαι αυτό που θέλεις να λένε στα παραμύθια, το ευτυχισμένο τέλος.
Πως να πηγαίνεις γρήγορα όταν έχεις ξεχάσει τον χρόνο λοιπόν. Όλα γύρω σου μοιάζουν άχρωμα και φθηνά, κακής ποιότητας. Εσύ έχεις το διαμάντι στην καρδιά σου και ακτινοβολείς γιατί νιώθεις ευγνώμον που πλημμυρίζεις από τόση καλοσύνη και ευτυχία. Καλοσύνη...αυτό νιώθεις όταν αγαπάς. Δεν έχεις ανάγκη και χώρο για κακία, η αγάπη τα εξαφανίζει και εσύ καθαρίζεις μέσα σου, μπαίνει εκείνο το λευκό φως όπως τα ηλιόλουστα πρωινά. Γι αυτό λάμπουν τα μάτια σου, επειδή αυτό το φως της αγάπης είναι διάχυτο μέσα σου και σε φωτίζει.
Θα ξυπνάω κάθε πρωί να σας βλέπω και όταν η αγάπη μου έρθει θα βγω να περπατήσω τόσο σιγά που ο χρόνος θα προσπεράσει...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου