Έκανε κρύο εκείνο το πρωινό που άλλοι αποφάσισαν να φύγω από τον τόπο που μεγάλωσα. Δεν είχα επιλογή, ήμουν μικρή, δεν ήξερα τι θα πει διωγμός. Δεν ήξερα πως οι οικογένειες μπορούν να ξεριζωθούν. Δεν φανταζόμουν ότι όσα είχαμε δεν ήταν σίγουρο ότι θα τα ξανά έχουμε. Πόσο θα έπαιρνε άραγε να ετοιμάσουν τα πράγματα οι γονείς μου, προλαβαίνω να βγω έξω σε εκείνη την αυλή που τόσα παιχνίδια είχα κάνει. Να δω για τελευταία φορά εκείνα τα ψηλά, καταπράσινα, χιονισμένα δέντρα. Όσο τα κοίταζα τόσο υποκλινόμουν σε εκείνη την απίστευτη, φυσική τους ομορφιά. Αυτή θα ήταν και η τελευταία μου εικόνα από την χώρα που άφηνα. Όσα είδα για πρώτη φορά, όσα ένιωσα, όσα έκανα τα αφήνω χωρίς την θέληση μου. Άραγε ποιος ρωτάει ένα παιδί για το μέλλον του. Τόσες φορές τους είχα μιλήσει, ένιωθα ότι με προστατεύουν έτσι ψηλά και μεγάλα που είναι. Άκουγα που και που το θρόισμα τους και το έπαιρνα σαν απάντηση στις μικρές μου απορίες. Πέρασαν πια χρόνια από τότε και ενώ νόμιζα θα βρω ανθρώπο
Όλα όσα μας ενοχλούν στους άλλους, μπορούν να μας οδηγήσουν στην κατανόηση του εαυτού μας.