Μεσημέρι με βροχή και κίνηση, είπα να σταματήσω να πιω έναν καφέ. Μπήκα στο πρώτο μαγαζί που βρήκα και έκατσα σε ένα τραπεζάκι, δίπλα στο τζάμι. Λίγη ώρα μετά ήρθε δίπλα μου μια μοναχή. Μαύρα ρούχα και μαντήλι στο κεφάλι που μόνο τα μάτια φαινόντουσαν ολοκάθαρα. Είχε μια αθωότητα το βλέμμα της. Της έκανα νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου, αφού δεν υπήρχε άλλη θέση. Άρχισε να μου μιλάει λες και ήμουν παιδί της. Συμβουλές, τα σημεία των καιρών,πως εξελίσσεται η εποχή που ζούμε. Παρατήρησα μια βαθιά μελαγχολία στα μάτια της, απόρησα όμως πως συνάδει η μελαγχολία με τη πίστη και τον μοναχισμό. Άφησα την ερώτηση μου να πέσει διάχυτη στον χώρο. Τότε ξεκλειδώθηκε η πόρτα ενός χείμαρρου, το παράπονο πήρε την θέση του ετοιμοπόλεμο. Μια ζωή καταδικασμένη, προς τον δρόμο του μοναχισμού, όχι από θέληση και πίστη, αλλά από καταπίεση και κακοποίηση. Πίσω από αυτά τα φριχτά συναισθήματα το πρόσωπο της μάνας παίρνει μορφή. Μια μάνα που κοιτούσε το εγώ της πιο πολύ από το παιδί της. Έ...
Όλα όσα μας ενοχλούν στους άλλους, μπορούν να μας οδηγήσουν στην κατανόηση του εαυτού μας.