Ημέρα γυναίκας σήμερα, μια γιορτή με αφορμή τα δικαιώματα των γυναικών που θεσμοθετήθηκε το το 1977. Τι σημαίνει όμως το να είσαι γυναίκα πέρα από τους νόμους και το δικαίωμα ψήφου; Σίγουρα η λέξη γυναίκα δεν μπορεί να μπει σε ένα πλαίσιο και μια απάντηση, γιατί είναι τρόπος ζωής, συναίσθημα, αίσθηση.
Μητέρες, σύζυγοι, αδερφές, φίλες, μια δύναμη, μια γροθιά που κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο, πιο χρωματιστό. Γυναίκες σημαντικές είτε της διπλανής πόρτας, είτε της διπλανής βίλας. Όλες το ίδιο. Αυτό πρέπει να βλέπουμε το κοινό χάρισμα. Χωρίς να μπαίνουν τα χρήματα στη μέση.
Να βλέπουμε την ομορφιά και το δώρο Θεού που έχουμε για την δημιουργία μιας νέας ζωής. Αυτό πρέπει να βλέπουμε, την δύναμη που υπάρχει μέσα μας, χωρίς ζηλοφθονία, χωρίς επίκριση, χωρίς μίσος για άλλες γυναίκες. Να αγαπάμε αυτό που είμαστε και να προσπαθούμε να το εξελίξουμε. Γυναίκα γίνεσαι στην πορεία της ζωής σου, μετά από εμπειρίες, με νέα ερεθίσματα, με αυτοσεβασμό και όρεξη να αγαπάς.
Βέβαια αυτή την μέρα δεν θέλω να πω χρόνια πολλά μόνο στις γυναίκες, αλλά και σε εκείνους τους άντρες που στέκονται βράχοι δίπλα τους. Στους άντρες που θέλουν το καλό και παρέχουν ασφάλεια ακόμη κι αν φαινομενικά στη σχέση η γυναίκα είναι η πιο δυνατή. Χρόνια πολλά στο εμείς.
Χρόνια πολλά, στις υπέροχες γυναίκες που αναγκάστηκαν να παλέψουν, που πόνεσαν, που λαχτάρισαν και έμειναν με την ελπίδα, αλλά έμειναν. Στο τώρα, στο εδώ, στο μαζί.
Παρακάτω ακολουθεί ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα προς όλες τις γυναίκες του Τάσου Λειβαδίτη:
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου