Κάθε πρωί έβλεπα εκείνο το ηλικιωμένο ζευγάρι. Περπατούσαν τόσο αργά που μου φαινόταν πολύ περίεργο. Όμως είχα την δυνατότητα να τους παρατηρώ και αυτό που άρχισα να βλέπω μετά από καιρό ήταν ένα παραμύθι. Δεν είναι υπερβολή, το έβλεπα. Ένα παραμύθι που μιλούσε για αγάπη, μια βαθιά, απεριόριστη χωρίς όρους αγάπη. Όταν πλησίασα το επόμενο πρωί είδα εκείνα τα υγρά λαμπερά μάτια, γεμάτα από ρυτίδες και ένα πρόσωπο με ότι λάμψη είχε απομείνει από εκείνη την δυνατή φλόγα. Πόσο παράξενο είπα...τα χαρακτηριστικά τους με μπέρδευαν από που βγαίνει αυτή η σπίθα? Ποια ενέργεια τους ακολουθεί και τους προστατεύει? Μετά από λίγο κατάλαβα όταν μίλησαν ο ένας για τον άλλον. Οι λέξεις που άκουγαν τα αφτιά μου χοροπηδούσαν σαν τρελές. Είναι δυνατόν σκέφτηκα να αγαπάει κάποιος τόσο πολύ που να σταματάει ο χρόνος κοιτώντας τα μάτια του? Ναι λοιπόν είναι. Η καρδιά δεν κοιτάει τις ρυτίδες, δεν νιώθει την ώρα που περνάει, δεν ραγίζει όταν την χτυπούν, δεν φεύγει όταν της φωνάζουν. Πον...
Όλα όσα μας ενοχλούν στους άλλους, μπορούν να μας οδηγήσουν στην κατανόηση του εαυτού μας.