Ήρθαμε σε ξένη χώρα σε έναν ξενώνα για πρόσφυγες. Είναι χειρότερο απ όσο πίστευα και αρχίζει ο εφιάλτης μου. Ταΐζω το παιδί,το κάνω μπάνιο, το τυλίγω με πολλά ρούχα γιατί κάνει πολύ κρύο και το κοιμίζω. Σχεδόν όλοι έχουν κοιμηθεί είναι δέκα το βράδυ. Μυρίζει τόσο άσχημα ο χώρος, που μου θυμίζει τα πτώματα έξω από το σπίτι μου. Θέλω να ουρλιάξω, πονάει το σώμα μου, καίγομαι στο κεφάλι και αυτό που με τσακίζει, είναι που καίγεται η ψυχή μου.
Είδα πόλεμο μπροστά στα μάτια μου, ανθρώπους να υποφέρουν,να ματώνουν, να πεθαίνουν. Έχασα τα πάντα οικογένεια, το σπίτι μου, την ζωή μου. Δεν θα είναι ποτέ το ίδιο, όπου κι αν πάω η πληγή αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί. Το παιδί μου, ένα μικρό αγγελούδι που ήδη είναι καταδικασμένο μέσα στον πόνο που μεγαλώνει. Δεν αντέχω να συνεχίσω, αρχίζω να με χάνω, ουρλιάζω και κοπανιέμαι, ζαλίζομαι, δεν με νιώθω...
Ξύπνησα σε ένα θάλαμο και κοίταξα γύρω μου. Τόσο μόνη δεν ένιωσα ποτέ. Που είμαι? Μπαίνει μέσα μια ευγενική νοσοκόμα μου εξηγεί ότι είμαι σε ψυχιατρική κλινική. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτό, κοιτάζω σαν χαμένη, νιώθω χαλαρό το σώμα μου τόσο πολύ, που λιποθυμώ ξανά. Πέρασαν ώρες, σχεδόν ξημέρωσε, σηκώθηκα αργά και έψαξα να βρω κάποιον να μιλήσω. Τότε αντιλήφθηκα ότι το παιδί δεν είναι κοντά μου. Άρχισα να τρέχω και να φωνάζω. Ήρθε πάλι εκείνη η νοσοκόμα μου εξήγησε. Το παιδί το κράτησαν σε ένα κέντρο και εγώ απομακρύνθηκα από κοντά του, γιατί έπαθα μετατραυματικό σοκ. Είπαν μπορεί να κάνω κακό στο παιδί και πίνω χάπια για να είμαι ήρεμη.
Μπαίνω μέσα στο γραφείο του ψυχολόγου, ένας μεγάλος κύριος ευγενικός που σηκώθηκε θερμά μόλις με είδε. Ένιωσα πολύ άνετα και οικεία κάτι που είχα να το νιώσω καιρό τώρα. Τα λόγια του ηχούσαν αγγελικά στα αφτιά μου. Η ψυχή μου άρχισε να γαληνεύει και το μυαλό μου άδειασε για λίγο. Το παιδί, θέλω να δω το παιδί άρχισα να δαιμονίζομαι στη σκέψη, ότι είναι μακριά μου.
Έμεινα δέκα μέρες εφιαλτικές. Μακρυά από το μικρό μου αγγελούδι. Η σιωπή κυρίευε το μυαλό μου, η παγωνιά την καρδιά μου. Απλά περίμενα, έγινα θεατής της ζωής μου. Σχεδόν κάθε μέρα μιλούσα με τον ψυχολόγο που με βοήθησε να ηρεμήσω και να μάθω να ηρεμώ εμένα στον πανικό μου. Κρίση πανικού... Ξαφνικά δεν αναπνέεις, νομίζεις θα πεθάνεις, ζαλίζεσαι, χάνεις τον έλεγχο και αν λιποθυμήσεις, να εύχεσαι να βρεθείς στα σωστά χέρια.
Είμαι ήρεμη πια, λίγο σιωπηλή αλλά κρατάω το όμορφο αγγελούδι στην αγκαλιά μου. Εδώ είναι η ευτυχία μου, ο κόσμος μου, η ζωή μου. Με αυτό το πλάσμα, ξαναγεννιέμαι και δίνω υπόσχεση να μην αφεθώ ξανά. Όσα έζησα δεν ξεχνιούνται, αλλά δεν μπορούν να με στοιχειώνουν πια. Η ζωή δεν σου χαρίζεται, πρέπει να παλέψεις και αν πέσεις να σηκωθείς. Αν πέσεις καλά βρες κάτι να πιαστείς και σήκω. Η ζωή είναι γλυκιά και παράξενη. Εσύ ακολούθησε το μονοπάτι σου, όσο στραβός κι αν είναι ο δρόμος. Κάπου, κάποια μάτια σε περιμένουν στη γωνία να χαιδέψουν την ψυχή σου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου